Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μὴ ϑαύμαζε

См. также в других словарях:

  • θαύμαζε — θαυμάζω wonder pres imperat act 2nd sg θαυμάζω wonder imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαύμαζ' — θαύμαζε , θαυμάζω wonder pres imperat act 2nd sg θαύμαζε , θαυμάζω wonder imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμάζεν — θαυμάζε̄ν , θαυμάζω wonder pres inf act (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • покарѧтисѧ — ПОКАРѦ|ТИСѦ (127), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. 1.Покоряться, подчиняться: птицѧ бо нб҃сьны˫а покарѧютьсѧ чл҃вкѹ. и рыбы морьскы˫а. (ὑποτέτακται) КЕ XII, 185б; и та страна не покарѧетсѧ вамъ. ‹и› тогда аще просить вои ѹ насъ кнѧзь Рускии. да воюеть. да дамъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • Αδριανός — I (Publius Aelius Hadrianus, Ιτάλικα, Ισπανία 76 – Ρώμη 138 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (117 38 μ.Χ.). Γεννήθηκε από Ρωμαίους γονείς, αλλά έμεινε ορφανός σε νεαρή ηλικία. Τον πήρε τότε υπό την κηδεμονία του ο αυτοκράτορας Τραϊανός, τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Αικατερίνη — I Όνομα αγίων της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. 1. Α. της Μπολόνια (1413 – 1463). Γεννήθηκε στην Μπολόνια, ανατράφηκε όμως στη Φεράρα. Σε ηλικία 17 ετών μπήκε στο μοναχικό τάγμα της Αγίας Κλάρας. Το 1457 έγινε ηγουμένη της μονής του τάγματος αυτού… …   Dictionary of Greek

  • Ακουίλιος, Γάιος Γάλλος — (Caius Gallus Aquilius, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος νομομαθής, μαθητής του Μούκιου Σκαιόλα, που τον θαύμαζε ο Κικέρωνας για τη ρητορική του δεινότητα. Έγινε γνωστός με την actio de dolo (αγωγή για δόλο) και την stipulatio aquilliana (ακουιλιανή… …   Dictionary of Greek

  • Βρούτος, Μάρκος Ιούνιος — (Marcus Junius Brutus, Ρώμη 85 – Φίλιπποι 42 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός, ένας από τους δολοφόνους του Καίσαρα. Προερχόμενος από αριστοκρατική οικογένεια, έμεινε ορφανός από πατέρα και ανέλαβε την ανατροφή του ο θείος του Κάτων ο Ουτικανός, που τον… …   Dictionary of Greek

  • Γκασέντ, Πιερ — (Pierre Gassend, Σαντερσιέ, Προβηγκία 1592 – Παρίσι 1655).Γάλλος μαθηματικός και φιλόσοφος. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ιερέας στην Ντιν, ενώ αργότερα δίδαξε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Εξ (1616 22). Κατά τη διάρκεια μιας μακρόχρονης… …   Dictionary of Greek

  • Γκρο, Αντουάν-Ζαν — (Antoine Jean Gros, Παρίσι 1771 – Μπα Μεντόν, Σεν ε Ουάζ 1835).Γάλλος ζωγράφος. Μαθητής από το 1785 του Ζακ Λουί Νταβίντ, μελετούσε συγχρόνως τη βενετική, τη φλαμανδική και την ολλανδική ζωγραφική στο κατάστημα του ονομαστού παλαιοπώλη Λεμπρέν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»